Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

A Christmas Carol

Μισούσε τα χριστούγεννα, του φαινόταν η πιο υποκριτική γιορτή. Όλοι μιλούν για αγάπη, ειρήνη, ευτυχία και τα εύχονται γενναιόδωρα προς κάθε κατεύθυνση στολίζοντάς τα με κάθε λογής χιονισμένες καρτούλες με αγιοβασίληδες, τζάκια και έλκηθρα και στην πράξη το μόνο που τους νοιάζει είναι η γαλοπούλα οι κουραμπιέδες, τα μελομακάρονα, τα δώρα, τα ψώνια, οι βόλτες και τα πάρτι. Δεν γνώριζε κανέναν που να έκανε στο ελάχιστο πράξη τα όσα εύχονταν. Δεν γνώριζε κανέναν που να νοιάζεται για τον συνάνθρωπο του πέρα από τα λόγια... που να κάνει το ελάχιστο για να βοηθήσει έναν άρρωστο, έναν δυστυχισμένο. Άκουγε μόνον λόγια, λόγια, λόγια... ευχές, ευχές, ευχές... υποκρισία, υποκρισία, υποκρισία. Έφταναν στο σημείο να εύχονται να χιονίσει και να έχει κακοκαιρία για να νιώσουν καλύτερα το πνεύμα των χριστουγέννων την ώρα που τόσοι δυστυχισμένοι άνθρωποι κοιμούνται στο δρόμο.
Εκείνο το πρωί των Χριστουγέννων ξύπνησε αργά με πονοκέφαλο αφού το προηγούμενο βράδυ είχαν ξενυχτήσει στο σπίτι της αδερφής του και είχε πιει πολύ. Η γυναίκα του με την πεθερά του, που είχε έρθει από νωρίς για να βοηθήσει, μαγείρευαν για το μεσημεριανό τραπέζι. Τα παιδιά του έκαναν υπομονή όση ώρα κοιμόνταν αλλά τώρα που ξύπνησε δεν κρατιόντουσαν και είχαν βάλει σκουφιά, γάντια, παλτά, κασκόλ και περίμεναν στην πόρτα για να τους πάει όπως τους είχε υποσχεθεί στο παγοδρόμιο. Στον δρόμο είδε έναν άστεγο να κοιμάται πάνω σε κάτι χαρτόνια. Μια σκέψη πέρασε αστραπιαία από το μυαλό του αλλά δεν είπε τίποτα.
Τα παιδιά έτρεξαν, διασκέδασαν και καταχάρηκαν το παιχνίδι και τις λιχουδιές. Πλημμύριζε από ευτυχία όταν τα έβλεπε ευτυχισμένα. Η ώρα για το φαγητό πλησίαζε. Μπήκαν στο αυτοκίνητο και πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Ό άστεγος ήταν ακόμα εκεί μόνο που τώρα κάθονταν κουκουλωμένος και κοίταζε το άπειρο. Έφτασαν στο σπίτι και το τραπέζι ήταν σχεδόν έτοιμο. Στο μεταξύ είχαν έρθει ο αδερφός της γυναίκας του με την οικογένειά του. Μόλις είδαν τα ξαδέλφια τους τα παιδιά, ξεχάσανε την κούραση από το παγοδρόμιο και έτρεξαν ουρλιάζοντας στο δωμάτιό τους ανοίγοντας τα δώρα που τους έφεραν οι θείοι τους. Ο Νίκος, γιατί Νίκο τον λένε τον αντιήρωά μας, προφασίστηκε ότι δεν θα φτάσει το κρασί και είπε στην ομήγυρη ότι θα πεταχτεί μέχρι το ζαχαροπλαστείο να πάρει κανα δυο μπουκάλια ακόμη. Όταν ο αδερφός της γυναίκας του προσφέρθηκε να πάει μαζί του για παρέα αυτός αρνήθηκε ευγενικά λέγοντας πως σε πέντε λεπτά θα είναι πίσω.
Κατέβηκε στο υπόγειο γκαράζ της πολυκατοικίας και πριν βάλει μπροστά το αυτοκίνητο πήγε στην μικρή αποθηκούλα και πήρε δυο παλιές κουβέρτες κι ένα μπουφάν που δεν φορούσε πια. Τα έβαλε στο πορτ μπαγκάζ κι έφυγε. Στον δρόμο σταμάτησε σ' ένα έβερεστ και πήρε δυο κομμάτια πίτσα, μια ζαμπονόπιτα μια κουρού με φιλαδέλφια, ένα προφιτερόλ, ένα εκλέρ, ένα μεγάλο νερό και δυο κουτιά μπύρες. Όταν έφτασε ο άστεγος κοιτούσε ακόμη το άπειρο. Του έδωσε τα πράγματα, του ευχήθηκε χρόνια πολλά και ζήτησε συγγνώμη που ήταν βιαστικός και έπρεπε να φύγει αλλά του υποσχέθηκε ότι θα ξαναπάει μια μέρα που θα χει χρόνο και θα κάτσει να τα πούνε. Του άφησε και πέντε ευρώ για να πάρει έναν καφέ κι έφυγε.
Απ την χαρά του έφτασε στο σπίτι και την ώρα που ήταν έτοιμος να μπει στο πάρκινγκ θυμήθηκε ότι ξέχασε το κρασί κι έτρεξε να πάρει δυο μπουκάλια. Όταν μπήκε στο σαλόνι όλα ήταν έτοιμα και περίμεναν αυτόν για να σερβίρουν.
"Του Νίκου δεν του αρέσουν οι γιορτές" είπε γελώντας η γυναίκα του.
"Δεν έιναι ότι δεν μ' αρέσουν, τις βαριέμαι λίγο" αντέτεινε αυτός.
"Έτσι είναι όλοι οι άθεοι" είπε πειράζοντας τον ο αδερφός της γυναίκας του "δεν τους αρέσει το πνεύμα των χριστουγέννων".
"Μη λες τέτοια πράγματα μπροστά στα παιδιά" του είπε η πεθερά του.
"Στην υγειά μας" είπε ο Νίκος σηκώνοντας το ποτήρι του.
"Στην υγειά μας" είπαν όλοι "Αγάπη, ειρήνη και ευτυχία σε όλον τον κόσμο".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Το μνημειο του αγνωστου εργατη.... Νομιζω πως πρεπει να το φτιαξουμε καπου και να καταθετουμε στεφανια με την ιδια συγκινηση και παρρησι...